- σεπτός
- -ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑσεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο τού αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.)αρχ.(κατά τον Ησύχ.) «σεπτάθαυμαστάσεβάσμια».επίρρ...σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Νκατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < *σεβ-τός < σέβομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.